βραχνάδα — η η βράχνα, το βράχνιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχνιάζω — 1. κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα, προκαλώ βραχνάδα 2. γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ενεστ. οριστ.) *βραγχιάζω (μαρτυρείται μόνο στην ευκτική, βραγχιάζοισθε «πνίγοισθε», στον Ησύχιο), παρεκτεταμένος τύπος του βραγχιώ*] … Dictionary of Greek
άκερχνος — ἄκερχνος, ον (Α) [κέρχνος] 1. αυτός που δεν έχει βραχνάδα 2. αυτός που θεραπεύει τη βραχνάδα … Dictionary of Greek
κερχνώδης — κερχνώδης, ῶδες (Α) [κέρχνος)ΙΙ)] 1. τραχύς, όχι λείος, ανώμαλος στην επιφάνεια («ἀγγεῑα κερχνώδη» ανάγλυφα αγγεία) 2. βραχνός 3. αυτός που προξενεί βραχνάδα («βρῶμα κερχνῶδες» τροφή που φέρνει βραχνάδα, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
βραχνιάζω — ιασα, βραχνιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα: Το πολύ τραγούδι με βράχνιασε. 2. αμτβ., γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα: Από το κρύο βράχνιασα και έχω βήχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βράγχιο — το (AM βράγχιον) συνήθως στον πληθ. βράγχια, τα τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών αρχ. 1. το πτερύγιο του ψαριού 2. βρόγχος του αναπνευστικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βράγχος «βραχνάδα». Η σημασιολογική εξέλιξη που παρατηρείται στο … Dictionary of Greek
βράγχος — βράγχος, ο (Α) βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό και συγχρόνως όρο της τεχνικής ορολογίας, άγνωστης ετυμολ. Χωρίς ισχυρή βάση παραμένει ο συσχετισμός με τον αόρ. βραχείν ηχήσαι, ψοφήσαι (Ησύχ.) (πρβλ. ήδη ομηρ. βράχε /… … Dictionary of Greek
βράχνιασμα — το [βραχνιάζω] η βραχνάδα … Dictionary of Greek
βραγχώδης — βραγχώδης, ες (Α) [βράγχος] 1. αυτός που είναι ευαίσθητος στον λαιμό και βραχνιάζει εύκολα 2. εκείνος που προξενεί βραχνάδα … Dictionary of Greek
δασυσμός — δασυσμός, ο (Α) [δασύνω] φρ. «δασυσμοὶ φωνῆς» τραχύτητα, βραχνάδα … Dictionary of Greek